κακοπιστία

κακοπιστία
η (AM κακοπιστία) [κακόπιστος]
η ιδιότητα τού κακόπιστου, έλλειψη καλής πίστεως, ειλικρίνειας, έλλειψη εμπιστοσύνης, δολιότητα
νεοελλ.
κακόπιστη πράξη, κακής πίστεως ενέργεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοπιστία — η 1. έλλειψη καλής πίστης, έλλειψη ειλικρίνειας: Αυτός διακρίνεται για την κακοπιστία του. 2. κακόπιστη πράξη: Αυτές οι κακοπιστίες του τον έφαγαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱՀԱՒԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0568 Chronological Sequence: 12c գ. κακοπιστία perfidia. Անհաւատութիւն. մոլորութիւն. անզգամութիւն. *Հատանէ ի հիմանց զհերձուածողացն չարահաւատութիւն. Շ. ՟ա. յհ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σερετιά — η (λ. τουρκ.), σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας, κακοπιστία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”